- υπομισθωτής
- ο / ὑπομισθωτής, ΝΑ, θηλ. υπομισθώτρια Νυπεκμισθωτής, υπενοικιαστής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + μισθωτής (< μισθῶ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπομισθωτής — ο θηλ. ώτρια αυτός που υπομισθώνει κάτι, ο υπενοικιαστής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)